λογάκι

λογάκι
το (Μ λογάκι)
μικρός λόγος, κουβεντούλα, λεξούλα
νεοελλ.
στον πληθ. τα λογάκια
λίγες, βασικές λέξεις («το παιδάκι είπε τα πρώτα του λογάκια»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”